- ανταγωνιστικός
- antagonistic
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary). 2015.
ανταγωνιστικός — ή, ό 1. σχετικός με ανταγωνισμό 2. ο ικανός ή πρόσφορος για ανταγωνισμό (ανταγωνιστική βιομηχανία η βιομηχανία της οποίας τα προϊόντα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα ομοειδή στις ξένες αγορές, που μπορεί να συναγωνιστεί τις ξένες βιομηχανίες το ίδιο … Dictionary of Greek
ανταγωνιστικός — ή, ό αυτός που αναφέρεται στον ανταγωνισμό, που είναι πρόσφορος σ αυτόν: Μερικά προϊόντα μας δεν είναι ανταγωνιστικά των όμοιών τους άλλων χωρών … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμιλλητικός — ἁμιλλητικός, ή, όν (Α) αυτός που αναφέρεται στην άμιλλα ή ρέπει προς αυτήν, αγωνιστικός, ανταγωνιστικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁμιλλῶμαι + παραγ. κατάλ. τικός] … Dictionary of Greek
ασύγκριτος — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Απόστολος εκ των Ο’. Σύμφωνα με την παράδοση, διετέλεσε επίσκοπος της Υρκανίας, η οποία βρίσκεται κοντά στην Κασπία. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Απριλίου. 2. Ο ιερομάρτυς. Η μνήμη του τιμάται στις 19… … Dictionary of Greek
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek